εκφράττω
Смотреть что такое "εκφράττω" в других словарях:
εκφράσσω — και ξεφράζω (Μ ἐκφράζω, Α ἐκφράσσω, αττ. τ. ἐκφράττω) βγάζω τον φραγμό, παραμερίζω το φράγμα, ανοίγω κάτι βουλλωμένο, φραγμένο, ξεφράζω, ξεβουλλώνω, ξεστουπώνω … Dictionary of Greek
προεκφράττω — Α εκφράσσω προηγουμένως, εξουδετερώνω την απόφραξη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκφράττω «βγάζω τον φραγμό, ξεφράζω»] … Dictionary of Greek